- κατάβλημα
- κατάβλημαoverthrowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάβλημα — το (Α κατάβλημα) [καταβάλλω] κάθε πράγμα που καταβιβάζεται, παραπέτασμα, αυλαία κ.ά. αρχ. 1. (για επιχείρημα) η ανατροπή, η κατάρρευση («πτῶμά τοι τὸ κατάβλημα», Δημόκρ.) 2. (για πλοία) παράρρυμα*, παραπέτασμα που χρησίμευε για απόκρουση βλημάτων … Dictionary of Greek
καταβλήματα — κατάβλημα overthrow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… … Dictionary of Greek
ποτικατάβλημα — ατος, τὸ, Α (δωρ. τ.) τό προσκατάβλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κατάβλημα (< καταβάλλω)] … Dictionary of Greek